- αλίτυπος
- ἁλίτυπος, -ον (Α)1. θαλασσοχτυπημένος, θαλασσοδαρμένος2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἁλίτυποςθαλασσινός, ψαράς3. φρ. «ἁλίτυπα βάρη», θλίψη για τα πτώματα που θαλασσοδέρνονται, που τά πάει εδώ κι εκείτο κύμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι-* (< ἅλς) + -τυπος < τύπτω «χτυπώ»].
Dictionary of Greek. 2013.